προδιεργάζομαι

προδιεργάζομαι
προδι-εργάζομαι,
A prepare beforehand, in [voice] Pass.,

δεῖ προδιειργάσθαι . . τὴν τοῦ ἀκροατοῦ φυχήν Arist. EN1179b24

, cf.Pr.931a12, Parth.23.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προδιεργάζομαι — Α επεξεργάζομαι προηγουμένως, προετοιμάζω («δεῑ προδιειργάσθαι... τὴν τοῡ ἀκροατοῡ ψυχήν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διεργάζομαι «επιτελώ, καλλιεργώ»] …   Dictionary of Greek

  • προδιεργάζεται — προδιεργάζομαι prepare beforehand pres ind mp 3rd sg προδιεργάζομαι prepare beforehand pres ind mp 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιεργάσασθαι — προδιεργάζομαι prepare beforehand aor inf mp προδιεργάζομαι prepare beforehand aor inf mp (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιειργάσθαι — προδιεργάζομαι prepare beforehand perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”